ψευδαπάτης

ψευδαπάτης
ὁ, Α
αυτός που εξαπατά με ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + -απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. φρεν-απάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χάιντεγκερ, Μάρτιν — (Heidegger, Μέσκιρχ, Μπάντεν 1889 – 1976). Εκπρόσωπος του γερμανικού υπαρξισμού. Μαθητής του Χούσερλ, δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ και, από το 1927, του Φράιμπουργκ. Έργα του είναι: Είναι και χρόνος (1927), Η ουσία του θεμελίου (1929),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”